κώμος (α) είδος βακχικού $χορού*χορός|, που παρουσιαζόταν συνήθως στις διονυσιακές τελετές· Πολυδ. (IV, 100): "και ήταν επίσης ο κώμος, είδος ορχήσεως".
(β) εύθυμο συμπόσιο, ακολουθούμενο από θορυβώδη πομπή στους δρόμους, συνήθως νέων ανθρώπων, μασκοφόρων και στεφανωμένων, που κρατούσαν δαυλούς, τραγουδούσαν με συνοδεία αυλού και χόρευαν. Κώμος λεγόταν και η ίδια η δημόσια πομπή προς τιμή του Διόνυσου.
(γ) κώμοι (πληθ.)· τραγούδια με συνοδεία αυλού κατά την κωμαστική πομπή· Ησ.: "ασελγή άσματα, πορνικά".
(δ) είδος $αύλησης*αύλησις|· ο Τρύφων στο δεύτερο βιβλίο του των Ονομασιών περιλαμβάνει τον κώμο στον κατάλογο των αυλήσεων βλ. λ. $αύλησις*.
(ε) κώμος λεγόταν και η ομάδα εκείνων που λάμβαναν μέρος στην πομπή, που με τραγούδια συνόδευε τους νικητές στους αθλητικούς αγώνες. , (α) είδος βακχικού χορού, που παρουσιαζόταν συνήθως στις διονυσιακές τελετές· Πολυδ. (IV, 100): "και ήταν επίσης ο κώμος, είδος ορχήσεως".
(β) εύθυμο συμπόσιο, ακολουθούμενο από θορυβώδη πομπή στους δρόμους, συνήθως νέων ανθρώπων, μασκοφόρων και στεφανωμένων, που κρατούσαν δαυλούς, τραγουδούσαν με συνοδεία αυλού και χόρευαν. Κώμος λεγόταν και η ίδια η δημόσια πομπή προς τιμή του Διόνυσου.
(γ) κώμοι (πληθ.)· τραγούδια με συνοδεία αυλού κατά την κωμαστική πομπή· Ησ.: "ασελγή άσματα, πορνικά".
(δ) είδος αύλησης· ο Τρύφων στο δεύτερο βιβλίο του των Ονομασιών περιλαμβάνει τον κώμο στον κατάλογο των αυλήσεων βλ. λ. αύλησις.
(ε) κώμος λεγόταν και η ομάδα εκείνων που λάμβαναν μέρος στην πομπή, που με τραγούδια συνόδευε τους νικητές στους αθλητικούς αγώνες.
|
|