λιγυηχής (από το λιγύς, καθαρός, διαπεραρικός· επίσης, μελωδικός, γλυκός, και ήχος)· γλυκύφθογγος, που ηχεί καθαρά, μελωδικά, λιγυηχής κιθάρα· κιθάρα που ηχεί με καθαρό ή γλυκό (μελωδικό) τόνο.
, (από το λιγύς, καθαρός, διαπεραρικός· επίσης, μελωδικός, γλυκός, και ήχος)· γλυκύφθογγος, που ηχεί καθαρά, μελωδικά, λιγυηχής κιθάρα· κιθάρα που ηχεί με καθαρό ή γλυκό (μελωδικό) τόνο.
|
|