λιχανοειδής που ανήκει στην ιδιότητα ή την περιοχή της χορδής $λιχανός*· λιχανοειδής $τόπος*· τόπος της λιχανού στη λύρα ή την κιθάρα· ή τόπος της φωνής στη θέση της λιχανού. Ο Αριστόξενος (Αρμον. Στοιχ. Ι, 26, 18 Mb) λέει για τον λιχανοειδή τόπο: "διάκενον δ' ουδέν εστι του λιχανοειδούς τόπου" (στον τόπο [θέση] της λιχανού δεν υπάρχει κενός χώρος).
λιχανοειδής $φθόγγος*· κατά τον Βακχείο (Εισαγ. 43), "η ψηλότερη νότα του πυκνού". Βλ. τα λ. $παρυπατοειδής*παρυπάτη| και $πυκνόν*. , που ανήκει στην ιδιότητα ή την περιοχή της χορδής λιχανός· λιχανοειδής τόπος· τόπος της λιχανού στη λύρα ή την κιθάρα· ή τόπος της φωνής στη θέση της λιχανού. Ο Αριστόξενος (Αρμον. Στοιχ. Ι, 26, 18 Mb) λέει για τον λιχανοειδή τόπο: "διάκενον δ' ουδέν εστι του λιχανοειδούς τόπου" (στον τόπο [θέση] της λιχανού δεν υπάρχει κενός χώρος). λιχανοειδής φθόγγος· κατά τον Βακχείο (Εισαγ. 43), "η ψηλότερη νότα του πυκνού". Βλ. τα λ. παρυπατοειδής και πυκνόν.
|
|