λομβρότερον είδος άσεμνου $χορού*χορός| που αναφέρει ο $Πολυδεύκης* (IV, 105): "λομβρότερον δέ, ήν ωρχούντο γυμνοί συν αισχρολογία" (και το λομβρότερον, που χορευόταν από γυμνούς άνδρες με αισχρολογίες). Κατά τον Δημ. και LSJ, λομβρότερον είναι ο συγκριτικός βαθμός του λομβρός και σημαίνει "πιο άσεμνος, πιο αισχρός". , είδος άσεμνου χορού που αναφέρει ο Πολυδεύκης (IV, 105): "λομβρότερον δέ, ήν ωρχούντο γυμνοί συν αισχρολογία" (και το λομβρότερον, που χορευόταν από γυμνούς άνδρες με αισχρολογίες). Κατά τον Δημ. και LSJ, λομβρότερον είναι ο συγκριτικός βαθμός του λομβρός και σημαίνει "πιο άσεμνος, πιο αισχρός".
|
|