Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

λυρογηθής

εκείνος που τέρπεται παίζοντας $λύρα*. ?λλη λέξη που χρησιμοποιούνταν: λυροθελγής (εκείνος πού θέλγεται παίζοντας ή ακούοντας λύρα).

, εκείνος που τέρπεται παίζοντας λύρα. ?λλη λέξη που χρησιμοποιούνταν: λυροθελγής (εκείνος πού θέλγεται παίζοντας ή ακούοντας λύρα).

Συν. λυροθελγής



Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: