λυρογηθής εκείνος που τέρπεται παίζοντας $λύρα*. ?λλη λέξη που χρησιμοποιούνταν: λυροθελγής (εκείνος πού θέλγεται παίζοντας ή ακούοντας λύρα). , εκείνος που τέρπεται παίζοντας λύρα. ?λλη λέξη που χρησιμοποιούνταν: λυροθελγής (εκείνος πού θέλγεται παίζοντας ή ακούοντας λύρα).
Συν. λυροθελγής
|
|