λυσιωδός μίμος και τραγουδιστής, που φορούσε ανδρικά φορέματα και μιμούνταν γυναικείους τύπους στις θεατρικές παραστάσεις.
Μερικοί συγγραφείς συνέχεαν τον λυσιωδό με τον $μαγωδό*μαγωδός|, αλλά ο $Αριστόξενος* τους διακρίνει με τον ακόλουθο τρόπο: "ο ηθοποιός που μιμείται ανδρικούς και γυναικείους χαρακτήρες ονομάζεται μαγωδός, ενώ εκείνος που, ντυμένος με ανδρικά φορέματα, μιμείται γυναικείους χαρακτήρες λέγεται λυσιωδός" (Αθήν. ΙΔ', 620F, 13).
Λυσιωδός, ως επίθετο, σήμαινε εκείνον που είχε σχέση με τα τραγούδια του λυσιωδού· π.χ. λυσιωδοί αυλοί· $αυλοί*αυλός| που συνόδευαν (ή έπαιζαν) αυτά τα τραγούδια. , μίμος και τραγουδιστής, που φορούσε ανδρικά φορέματα και μιμούνταν γυναικείους τύπους στις θεατρικές παραστάσεις. Μερικοί συγγραφείς συνέχεαν τον λυσιωδό με τον μαγωδό, αλλά ο Αριστόξενος τους διακρίνει με τον ακόλουθο τρόπο: "ο ηθοποιός που μιμείται ανδρικούς και γυναικείους χαρακτήρες ονομάζεται μαγωδός, ενώ εκείνος που, ντυμένος με ανδρικά φορέματα, μιμείται γυναικείους χαρακτήρες λέγεται λυσιωδός" (Αθήν. ΙΔ', 620F, 13). Λυσιωδός, ως επίθετο, σήμαινε εκείνον που είχε σχέση με τα τραγούδια του λυσιωδού· π.χ. λυσιωδοί αυλοί· αυλοί που συνόδευαν (ή έπαιζαν) αυτά τα τραγούδια.
|
|