μελίγηρυς (από το μέλι + γήρυς, φωνή)· εκείνος που τραγουδά ή ηχεί γλυκά· πολύ μελωδικός. Πλούτ. (Περί του μη χρήν έμμετρα νυν την Πυθίαν 405F): "μελιγήρεας ύμνους" (πολύ μελωδικούς ύμνους).
, (από το μέλι + γήρυς, φωνή)· εκείνος που τραγουδά ή ηχεί γλυκά· πολύ μελωδικός. Πλούτ. (Περί του μη χρήν έμμετρα νυν την Πυθίαν 405F): "μελιγήρεας ύμνους" (πολύ μελωδικούς ύμνους).
|
|