μέλισμα μέλος, μελωδία.
μέλισμα λύρας ή κιθάρας· μελωδία λύρας ή κιθάρας. Συναντάται επίσης το υποκοριστικό μελισμάτιον, μικρή μελωδία, σύντομη μελωδία.
Άλλη λέξη για το μέλισμα είναι ο μελισμός. Αλλά μελισμός ήταν και η επανάληψη της ίδιας νότας στη φωνητική μουσική (βλ. λ. $κομπισμός-μελισμός*). Το ρήμα μελίζω χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του τραγουδώ, εκτελώ ένα μέλος. Κατά το LSJ: κάμνω κάτι μουσικό (επίθ.)· στον Σέξτο Εμπειρικό (VI, 16): "ταύτην δε [ποιητικήν] φαίνεται κοσμείν η μουσική μελίζουσα" (η μουσική φαίνεται να τη στολίζει [την ποιητική] κάνοντάς την μελωδική, μουσική [επίθ.]). Επίσης, στη μέση μελίζεσθαι.
Πρβ. Πλάτων ο κωμικός (Kock CAF Ι, 620, απόσπ. 69), και λ. $καρικόν* μέλος.
, μέλος, μελωδία. μέλισμα λύρας ή κιθάρας· μελωδία λύρας ή κιθάρας. Συναντάται επίσης το υποκοριστικό μελισμάτιον, μικρή μελωδία, σύντομη μελωδία. Άλλη λέξη για το μέλισμα είναι ο μελισμός. Αλλά μελισμός ήταν και η επανάληψη της ίδιας νότας στη φωνητική μουσική (βλ. λ. κομπισμός-μελισμός). Το ρήμα μελίζω χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του τραγουδώ, εκτελώ ένα μέλος. Κατά το LSJ: κάμνω κάτι μουσικό (επίθ.)· στον Σέξτο Εμπειρικό (VI, 16): "ταύτην δε [ποιητικήν] φαίνεται κοσμείν η μουσική μελίζουσα" (η μουσική φαίνεται να τη στολίζει [την ποιητική] κάνοντάς την μελωδική, μουσική [επίθ.]). Επίσης, στη μέση μελίζεσθαι.
Πρβ. Πλάτων ο κωμικός (Kock CAF Ι, 620, απόσπ. 69), και λ. καρικόν μέλος.
Βλ.
|
|