μέλπω τραγουδώ· υμνώ με τραγούδι και χορό· δοξάζω (ή γιορτάζω) με τραγούδι. Ησ.: "μέλπει· άδει, υμνεί". Ο Φιλόχορος λέει ότι οι αρχαίοι "όταν χύνουν σπονδές... στον Απόλλωνα γιορτάζουν (δοξάζουν ή υμνούν) με ησυχία και τάξη" ("...τον δ' Απόλλωνα μεθ' ησυχίας και τάξεως μέλποντες").
μεσ. μέλπομαι· ψυχαγωγούμαι· τραγουδώ με συνοδεία $λύρας*λύρα| ή $κιθάρας*κιθάρα|. Όμηρ. (Οδύσ. δ 17): "μετά δε σφιν εμέλπετο θείος αοιδός, φορμίζων" (και ανάμεσά τους θείος αοιδός τραγουδούσε με συνοδεία φόρμιγγας).
μελπωδός· τραγουδιστής· εκείνος που υμνεί με τραγούδι. (Ησ. : "μελπώδιοι".) , τραγουδώ· υμνώ με τραγούδι και χορό· δοξάζω (ή γιορτάζω) με τραγούδι. Ησ.: "μέλπει· άδει, υμνεί". Ο Φιλόχορος λέει ότι οι αρχαίοι "όταν χύνουν σπονδές... στον Απόλλωνα γιορτάζουν (δοξάζουν ή υμνούν) με ησυχία και τάξη" ("...τον δ' Απόλλωνα μεθ' ησυχίας και τάξεως μέλποντες"). μεσ. μέλπομαι· ψυχαγωγούμαι· τραγουδώ με συνοδεία λύρας ή κιθάρας. Όμηρ. (Οδύσ. δ 17): "μετά δε σφιν εμέλπετο θείος αοιδός, φορμίζων" (και ανάμεσά τους θείος αοιδός τραγουδούσε με συνοδεία φόρμιγγας).
μελπωδός· τραγουδιστής· εκείνος που υμνεί με τραγούδι. (Ησ. : "μελπώδιοι".)
|
|