μεσοειδής τόπος· η μεσαία περιοχή της φωνής· η περιοχή της μέσης. Ο Αριστείδης λέει ότι από τους τρεις $τρόπους*τρόπος| (στιλ) της μελοποιίας ο διθυραμβικός ήταν μεσοειδής (Περί μουσ. Mb 30, R.P.W.-I. 30). Πρβ. λ. $μελοποιΐα*.
, τόπος· η μεσαία περιοχή της φωνής· η περιοχή της μέσης. Ο Αριστείδης λέει ότι από τους τρεις τρόπους (στιλ) της μελοποιίας ο διθυραμβικός ήταν μεσοειδής (Περί μουσ. Mb 30, R.P.W.-I. 30). Πρβ. λ. μελοποιΐα.
|
|