μεσόκοπος αυλός· αυλός με μέσο μέγεθος. Ο μουσικός $Αλκείδης*, μιλώντας προς έναν άλλο δειπνοσοφιστή, τον Ουλπιανό, λέει πως οι Αλεξανδρινοί ξέρουν, ανάμεσα σε άλλα είδη αυλών, και τους μεσόκοπους ("έτι τε μεσοκόπους"· Αθήν. Δ', 176F, 79).
, αυλός· αυλός με μέσο μέγεθος. Ο μουσικός Αλκείδης, μιλώντας προς έναν άλλο δειπνοσοφιστή, τον Ουλπιανό, λέει πως οι Αλεξανδρινοί ξέρουν, ανάμεσα σε άλλα είδη αυλών, και τους μεσόκοπους ("έτι τε μεσοκόπους"· Αθήν. Δ', 176F, 79).
|
|