μηνίαμβος (συνήθως στον πληθ., μηνίαμβοι)· κιθαριστήριος $νόμος* (σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού). $Πολυδεύκης* (IV, 83): "και μηνίαμβοι τε και παριαμβίδες, νόμοι κιθαριστήριοι" (και οι μηνίαμβοι και οι παριαμβίδες [ήταν] νόμοι για σόλο κιθάρα με συνοδεία αυλού).
Βλ. τα λ. $έναυλος κιθάρισις* και $παριαμβίς*. , (συνήθως στον πληθ., μηνίαμβοι)· κιθαριστήριος νόμος (σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού). Πολυδεύκης (IV, 83): "και μηνίαμβοι τε και παριαμβίδες, νόμοι κιθαριστήριοι" (και οι μηνίαμβοι και οι παριαμβίδες [ήταν] νόμοι για σόλο κιθάρα με συνοδεία αυλού).
Βλ. τα λ. έναυλος κιθάρισις και παριαμβίς.
|
|