μινυρισμός τραγούδημα (ή κλάψιμο) με χαμηλή (ή ήσυχη) φωνή.
μινύρισμα· κλαψούρισμα· επίσης, ήσυχη, γλυκιά μελωδία. Σέξτος Εμπειρ. (VI, 32): "νήπια γουν εμμελούς μινυρίσματος κατακούοντα κοιμίζεται" (τα νήπια, βέβαια, νανουρίζονται ακούοντας μια γλυκιά, ευγενική μελωδία)· μινυρός· που παραπονείται ή κλαίει (ή τραγουδά) χαμηλόφωνα (βλ. λ. $Λάμπρος*).
μινυρίζω· τραγουδώ χαμηλόφωνα· θρηνώ με ήσυχη και σιγανή φωνή· τραγουδώ με παραπονετικό τρόπο· σιγοψιθυρίζω (υποτονθορίζω) μια μελωδία.
αναμινυρίζω· ξανατραγουδώ χαμηλόφωνα· ο Πρωταγορίδης ο Κιζυκηνός (Αθήν. Δ', 176Β, 78) λέει: "τω τε ηδεί μοναύλω τας ηδίστας αρμονίας αναμινυρίζει" (και στον γλυκό μόναυλο ξαναπαίζει σιγανά τις γλυκύτατες αρμονίες). βλ. $αναμινυρίζω* , τραγούδημα (ή κλάψιμο) με χαμηλή (ή ήσυχη) φωνή.
μινύρισμα· κλαψούρισμα· επίσης, ήσυχη, γλυκιά μελωδία. Σέξτος Εμπειρ. (VI, 32): "νήπια γουν εμμελούς μινυρίσματος κατακούοντα κοιμίζεται" (τα νήπια, βέβαια, νανουρίζονται ακούοντας μια γλυκιά, ευγενική μελωδία)· μινυρός· που παραπονείται ή κλαίει (ή τραγουδά) χαμηλόφωνα (βλ. λ. Λάμπρος).
μινυρίζω· τραγουδώ χαμηλόφωνα· θρηνώ με ήσυχη και σιγανή φωνή· τραγουδώ με παραπονετικό τρόπο· σιγοψιθυρίζω (υποτονθορίζω) μια μελωδία.
αναμινυρίζω· ξανατραγουδώ χαμηλόφωνα· ο Πρωταγορίδης ο Κιζυκηνός (Αθήν. Δ', 176Β, 78) λέει: "τω τε ηδεί μοναύλω τας ηδίστας αρμονίας αναμινυρίζει" (και στον γλυκό μόναυλο ξαναπαίζει σιγανά τις γλυκύτατες αρμονίες). βλ. αναμινυρίζω
|
|