μόθων (α) είδος άσεμνου και αισχρού χορού, με πηδήματα των ποδιών ως τα οπίσθια. Πολυδ. (IV, 101): "ο δε μόθων, όρχημα φορτικόν και ναυτικόν" (και ο μόθων είναι ένας άσεμνος και ναυτικός χορός).
(β) είδος αύλησης· συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα, στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών (βλ. λ. $αύλησις*).
Σημείωση: Συναντούμε τη λέξη και στον πληθυντικό (μόθωνες)· $Σούδα*: "μόθωνες· είδος χορού". Μόθων σήμαινε άνθρωπο αισχρό, ανήθικο· $Σούδα*: "ο φορτικός και άτιμος, και είδος αισχράς και δουλοπρεπούς ορχήσεως και φορτικής".
, (α) είδος άσεμνου και αισχρού χορού, με πηδήματα των ποδιών ως τα οπίσθια. Πολυδ. (IV, 101): "ο δε μόθων, όρχημα φορτικόν και ναυτικόν" (και ο μόθων είναι ένας άσεμνος και ναυτικός χορός).
(β) είδος αύλησης· συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα, στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών (βλ. λ. αύλησις).
Σημείωση: Συναντούμε τη λέξη και στον πληθυντικό (μόθωνες)· Σούδα: "μόθωνες· είδος χορού". Μόθων σήμαινε άνθρωπο αισχρό, ανήθικο· Σούδα: "ο φορτικός και άτιμος, και είδος αισχράς και δουλοπρεπούς ορχήσεως και φορτικής".
|
|