μολπή (από το $μέλπω*)· τραγούδι, ωδή. Στην ομηρική γλώσσα τραγούδι ή ωδή συχνά με χορό· επίσης, ένα παιχνίδι με τραγούδι ("παίγνιον"). $Σούδα*: "μολπή· ωδή· παρά Ομήρω δε το παίγνιον". Μολπή σήμαινε ακόμα "ευχάριστος τόνος", λ.χ. μολπή σύριγγος, ευχάριστος τόνος $σύριγγας*σύριγξ|.
μολπήτις· γυναίκα που τραγουδά και χορεύει μαζί. Μολπηδόν, επίρρ.· κατά τον τρόπο μιας μολπής· όπως μια μολπή.
μολπός· Ησ. : "ωδός, υμνωδός, ποιητής" (τραγουδιστής, υμνωδός, ποιητής). Στον πληθυντικό μολποί ονομαζόταν μια ομάδα τραγουδιστών· ένα σωματείο μουσικών στη Μίλητο (LSJ), στην Ιωνία (Δημ.). Επίσης, μολπικοί. , (από το μέλπω)· τραγούδι, ωδή. Στην ομηρική γλώσσα τραγούδι ή ωδή συχνά με χορό· επίσης, ένα παιχνίδι με τραγούδι ("παίγνιον"). Σούδα: "μολπή· ωδή· παρά Ομήρω δε το παίγνιον". Μολπή σήμαινε ακόμα "ευχάριστος τόνος", λ.χ. μολπή σύριγγος, ευχάριστος τόνος σύριγγας. μολπήτις· γυναίκα που τραγουδά και χορεύει μαζί. Μολπηδόν, επίρρ.· κατά τον τρόπο μιας μολπής· όπως μια μολπή. μολπός· Ησ. : "ωδός, υμνωδός, ποιητής" (τραγουδιστής, υμνωδός, ποιητής). Στον πληθυντικό μολποί ονομαζόταν μια ομάδα τραγουδιστών· ένα σωματείο μουσικών στη Μίλητο (LSJ), στην Ιωνία (Δημ.). Επίσης, μολπικοί.
|
|