μονή (από το μένω)· η παραμονή πάνω σ' ένα ύψος· κάποια εμμονή της φωνής. Ο $Κλεονείδης* (Εισαγ. 14) καθορίζει: "τονή είναι η μονή (παραμονή πάνω σε μια βαθμίδα) πιο πολύ από ένα χρόνο σε μια εκφορά της φωνής". Ο $Αριστόξενος* (Ι, 12, 3): "[$τάσις* εστί] μονή τις και στάσις της φωνής" ([τάση είναι] κάποια παραμονή [εμμονή] και στάση της φωνής)· και ο Αριστείδης δίνει τον ίδιο ορισμό (Mb 8, R.P.W.-I. 6). Ο Βακχείος (Εισαγ. 45) καθορίζει ότι μονή γίνεται: "όταν επί του αυτού φθόγγου πλείονες λέξεις μελωδώνται" (όταν περισσότερες λέξεις τραγουδιούνται πάνω στην ίδια νότα). Βλ. λ. $πεττεία*. , (από το μένω)· η παραμονή πάνω σ' ένα ύψος· κάποια εμμονή της φωνής. Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 14) καθορίζει: "τονή είναι η μονή (παραμονή πάνω σε μια βαθμίδα) πιο πολύ από ένα χρόνο σε μια εκφορά της φωνής". Ο Αριστόξενος (Ι, 12, 3): "[τάσις εστί] μονή τις και στάσις της φωνής" ([τάση είναι] κάποια παραμονή [εμμονή] και στάση της φωνής)· και ο Αριστείδης δίνει τον ίδιο ορισμό (Mb 8, R.P.W.-I. 6). Ο Βακχείος (Εισαγ. 45) καθορίζει ότι μονή γίνεται: "όταν επί του αυτού φθόγγου πλείονες λέξεις μελωδώνται" (όταν περισσότερες λέξεις τραγουδιούνται πάνω στην ίδια νότα). Βλ. λ. πεττεία.
|
|