αναπλοκή μια μελωδική συνέχεια με (γρήγορες) νότες που ανεβαίνουν· Πτολ. Αρμ. II, 12.
Βλ. το κείμενο του Πτολεμαίου στο λ. $συριγμός*. Το αντίθετο της αναπλοκής λεγόταν $καταπλοκή*.
, μια μελωδική συνέχεια με (γρήγορες) νότες που ανεβαίνουν· Πτολ. Αρμ. II, 12. Βλ. το κείμενο του Πτολεμαίου στο λ. συριγμός. Το αντίθετο της αναπλοκής λεγόταν καταπλοκή.
|
|