Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

μουσίζω

τραγουδώ ή παίζω μουσική. Ευριπ. (Κύκλωψ 489): "άχαριν κέλαδον μουσιζόμενος" (εκτελώντας έναν άχαρο [δυσάρεστο] ήχο). Βλ. τον στ. 490 στο λ. $απωδός*.

, τραγουδώ ή παίζω μουσική. Ευριπ. (Κύκλωψ 489): "άχαριν κέλαδον μουσιζόμενος" (εκτελώντας έναν άχαρο [δυσάρεστο] ήχο). Βλ. τον στ. 490 στο λ. απωδός.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: