μουσικός δωρ. τύπος μωσικός, ούσ.· ο έμπειρος, ο καλλιεργημένος στις καλές τέχνες, γενικά άνθρωπος μορφωμένος· αλλά και ο έμπειρος στην τέχνη της μουσικής, επίσης ο λυρικός ποιητής. Ο όρος μουσικός, με τη σύγχρονη σημασία, εμφανίζεται σε συνηθισμένη χρήση τον 4ο αι. π.Χ., όταν η μουσική αναπτύχθηκε σε ολότελα αυτόνομη και ανεξάρτητη τέχνη. Σε παλαιότερες εποχές οι όροι $αυλητής*, $κιθαριστής*, $αοιδός* κτλ. χρησιμοποιούνταν κατά την περίπτωση.
Ο $Αριστόξενος*, που υπήρξε ο πιο διάσημος μουσικός (με τη νεότερη σημασία) στην αρχαία Ελλάδα, καθορίζει πως τα εφόδια του μουσικού είναι η γνώση όλων των σχετικών με την επιστήμη της μουσικής (Αρμον. Στοιχ. Ι, Mb 2, 4-6). Και πιο κάτω (ΙΙ, 32, 5-7) επεξηγεί: "μέρος γαρ εστιν η αρμονική πραγματεία της του μουσικού έξεως, καθάπερ ήτε ρυθμική και η μετρική και η οργανική" (η αρμονική επιστήμη είναι μέρος των εφοδίων του μουσικού, καθώς και οι επιστήμες του ρυθμού, του μέτρου και των οργάνων).
Ο Ανώνυμος (Bell. 27, 12) καθορίζει επίσης: "Μουσικός δ' έστίν ο έμπειρος του τελείου μέλους και δυνάμενος επ' ακριβείας το πρέπειν τηρήσαί τε και κρίναι" (μουσικός είναι ο έμπειρος στη μελωδική σύνθεση κι εκείνος που μπορεί με ακρίβεια να παρατηρεί και να κρίνει ό,τι είναι σωστό). Πρβ. Πλάτων Πολιτ. Γ', 398Ε και 402D.
Μια άλλη κατηγορία μουσικού ήταν ο εκτελεστής (τραγουδιού ή οργάνου) καθώς και ο συνθέτης. Κατά την πρώιμη αρχαιότητα ο εκτελεστής ήταν και συνθέτης και ποιητής του έργου. Πολύ σπάνια ήταν η περίπτωση του συνθέτη-εκτελεστή, που ήταν ταυτόχρονα και γνώστης της μουσικής επιστήμης, όπως υποστήριζε ο Αριστόξενος ή ο Ανώνυμος· μια τέτοια, μοναδική ίσως, περίπτωση ήταν του $Λάσου του Ερμιονέα*Λάσος| (6ος αι. π.Χ.). Άλλωστε, η θεωρία της μουσικής πήρε τις επιστημονικές της βάσεις αργότερα (βλ. λ. $μουσική*).
Η λέξη μουσικός απαντά και ως επίθετο· Θουκυδ. (Ιστορ. Γ', 104): "και αγών εποιείτο αυτόθι [εν Δήλω] γυμναστικός και μουσικός".
Ο πληθυντικός τα μουσικά (ουδ.) σήμαινε γενικά τη μουσική· επίσης, ευχάριστες μελωδίες. $Σούδα*: "Μουσικά" τερπνά. Τα δι' αυλών και κινύρας και τα όμοια" (Μουσικά· οι ευχάριστες [μελωδίες] που παράγονται από τους αυλούς, την κινύρα και τα παρόμοια όργανα).
Το επίρρημα μουσικώς σήμαινε "σχετικά με τη μουσική", αλλά και έντεχνα (επίρρ.), με χάρη, με μελωδικότητα.
Βλ. λ. $μέλος* (μουσικόν μέλος).
, δωρ. τύπος μωσικός, ούσ.· ο έμπειρος, ο καλλιεργημένος στις καλές τέχνες, γενικά άνθρωπος μορφωμένος· αλλά και ο έμπειρος στην τέχνη της μουσικής, επίσης ο λυρικός ποιητής. Ο όρος μουσικός, με τη σύγχρονη σημασία, εμφανίζεται σε συνηθισμένη χρήση τον 4ο αι. π.Χ., όταν η μουσική αναπτύχθηκε σε ολότελα αυτόνομη και ανεξάρτητη τέχνη. Σε παλαιότερες εποχές οι όροι αυλητής, κιθαριστής, αοιδός κτλ. χρησιμοποιούνταν κατά την περίπτωση. Ο Αριστόξενος, που υπήρξε ο πιο διάσημος μουσικός (με τη νεότερη σημασία) στην αρχαία Ελλάδα, καθορίζει πως τα εφόδια του μουσικού είναι η γνώση όλων των σχετικών με την επιστήμη της μουσικής (Αρμον. Στοιχ. Ι, Mb 2, 4-6). Και πιο κάτω (ΙΙ, 32, 5-7) επεξηγεί: "μέρος γαρ εστιν η αρμονική πραγματεία της του μουσικού έξεως, καθάπερ ήτε ρυθμική και η μετρική και η οργανική" (η αρμονική επιστήμη είναι μέρος των εφοδίων του μουσικού, καθώς και οι επιστήμες του ρυθμού, του μέτρου και των οργάνων). Ο Ανώνυμος (Bell. 27, 12) καθορίζει επίσης: "Μουσικός δ' έστίν ο έμπειρος του τελείου μέλους και δυνάμενος επ' ακριβείας το πρέπειν τηρήσαί τε και κρίναι" (μουσικός είναι ο έμπειρος στη μελωδική σύνθεση κι εκείνος που μπορεί με ακρίβεια να παρατηρεί και να κρίνει ό,τι είναι σωστό). Πρβ. Πλάτων Πολιτ. Γ', 398Ε και 402D. Μια άλλη κατηγορία μουσικού ήταν ο εκτελεστής (τραγουδιού ή οργάνου) καθώς και ο συνθέτης. Κατά την πρώιμη αρχαιότητα ο εκτελεστής ήταν και συνθέτης και ποιητής του έργου. Πολύ σπάνια ήταν η περίπτωση του συνθέτη-εκτελεστή, που ήταν ταυτόχρονα και γνώστης της μουσικής επιστήμης, όπως υποστήριζε ο Αριστόξενος ή ο Ανώνυμος· μια τέτοια, μοναδική ίσως, περίπτωση ήταν του Λάσου του Ερμιονέα (6ος αι. π.Χ.). Άλλωστε, η θεωρία της μουσικής πήρε τις επιστημονικές της βάσεις αργότερα (βλ. λ. μουσική). Η λέξη μουσικός απαντά και ως επίθετο· Θουκυδ. (Ιστορ. Γ', 104): "και αγών εποιείτο αυτόθι [εν Δήλω] γυμναστικός και μουσικός". Ο πληθυντικός τα μουσικά (ουδ.) σήμαινε γενικά τη μουσική· επίσης, ευχάριστες μελωδίες. Σούδα: "Μουσικά" τερπνά. Τα δι' αυλών και κινύρας και τα όμοια" (Μουσικά· οι ευχάριστες [μελωδίες] που παράγονται από τους αυλούς, την κινύρα και τα παρόμοια όργανα). Το επίρρημα μουσικώς σήμαινε "σχετικά με τη μουσική", αλλά και έντεχνα (επίρρ.), με χάρη, με μελωδικότητα.
Βλ. λ. μέλος (μουσικόν μέλος).
|
|