μουσούμαι καλλιεργούμαι στις τέχνες· σημαίνει και μελοποιούμαι. Σέξτ. Εμπειρ. (VI, 2): "μεμουσωμένον τι έργον" (ένα μελοποιημένο έργο ή ένα μουσικό έργο). Διον. Αλικ. (Δημοσθένης 40): "μέλη και κρούματα δι' ωδής και οργάνου μουσωθέντα" (φωνητικά και οργανικά κομμάτια, που έχουν μελοποιηθεί με τραγούδι και εκτέλεση οργάνου).
, καλλιεργούμαι στις τέχνες· σημαίνει και μελοποιούμαι. Σέξτ. Εμπειρ. (VI, 2): "μεμουσωμένον τι έργον" (ένα μελοποιημένο έργο ή ένα μουσικό έργο). Διον. Αλικ. (Δημοσθένης 40): "μέλη και κρούματα δι' ωδής και οργάνου μουσωθέντα" (φωνητικά και οργανικά κομμάτια, που έχουν μελοποιηθεί με τραγούδι και εκτέλεση οργάνου).
|
|