ανάρμοστος μη αρμοσμένος ($ηρμοσμένος*), μη κανονισμένος σύμφωνα με τους νόμους της αρμονίας (της μουσικής), διάφωνος· σχεδόν το ίδιο με το $εκμελής*. Αντίθ. $ευάρμοστος* και ηρμοσμένος. "Εκμελής τε και ανάρμοστος (φωνή)" = (φωνή) μη μελωδική και διάφωνη· βλ. όλη τη φράση στο λ. $εκμελής*. Βλ. επίσης Αριστόξ. Αρμ. Ι, 18, 24, ΙΙ, 52, 25 Mb· Αριστοτ. Προβλ. XIX, 20 και 36.
, μη αρμοσμένος (ηρμοσμένος), μη κανονισμένος σύμφωνα με τους νόμους της αρμονίας (της μουσικής), διάφωνος· σχεδόν το ίδιο με το εκμελής. Αντίθ. ευάρμοστος και ηρμοσμένος. "Εκμελής τε και ανάρμοστος (φωνή)" = (φωνή) μη μελωδική και διάφωνη· βλ. όλη τη φράση στο λ. εκμελής. Βλ. επίσης Αριστόξ. Αρμ. Ι, 18, 24, ΙΙ, 52, 25 Mb· Αριστοτ. Προβλ. XIX, 20 και 36.
|
|