νευρά χορδή τόξου· χορδή από νεύρα ή έντερα· στη μουσική, χορδή οργάνου (συνών. της λ. χορδή). Πρβ. Πολυδ. (IV, 62): "μέρη δε των οργάνων, νευραί, χορδαί..."). Ο $Ησύχιος* στο λήμμα μαγάς γράφει: "μαγάς... δεχομένη της κιθάρας τας νευράς" (γέφυρα [καβαλάρης]... που υποβαστάζει τις χορδές της κιθάρας)· βλ. όλο το κείμενο στο λ. $μαγάς*.
H λέξη νεύρον χρησιμοποιείται συνεκδοχικά για τη χορδή, σχοινί, ή χορδή (κόρδα) νεύρου. , χορδή τόξου· χορδή από νεύρα ή έντερα· στη μουσική, χορδή οργάνου (συνών. της λ. χορδή). Πρβ. Πολυδ. (IV, 62): "μέρη δε των οργάνων, νευραί, χορδαί..."). Ο Ησύχιος στο λήμμα μαγάς γράφει: "μαγάς... δεχομένη της κιθάρας τας νευράς" (γέφυρα [καβαλάρης]... που υποβαστάζει τις χορδές της κιθάρας)· βλ. όλο το κείμενο στο λ. μαγάς. H λέξη νεύρον χρησιμοποιείται συνεκδοχικά για τη χορδή, σχοινί, ή χορδή (κόρδα) νεύρου.
|
|