άναυλος χωρίς $αυλό*αυλός|. Μεταφορικά, άμουσος, Ευριπ. Φοίν. 791: "κώμον αναυλότατον προχορεύεις" (οδηγείς το χορό της βακχικής $όρχησης*όρχησις| χωρίς διόλου αυλούς)· αντίθετα δηλ. με τη συνήθεια να συνοδεύεται ο $κώμος* με αυλό.
, χωρίς αυλό. Μεταφορικά, άμουσος, Ευριπ. Φοίν. 791: "κώμον αναυλότατον προχορεύεις" (οδηγείς το χορό της βακχικής όρχησης χωρίς διόλου αυλούς)· αντίθετα δηλ. με τη συνήθεια να συνοδεύεται ο κώμος με αυλό.
|
|