οίκτος λύπη και έκφραση λύπης, θρήνος· λυπηρός οδυρμός (LSJ). Πλούτ. (Περί μουσ. 1136F, 17): "τραγικοί οίκτοι ποτε επί του Δωρίου τρόπου εμελωδήθησαν" (και τραγικοί θρήνοι μπήκαν κάποτε σε μουσική [μελοποιήθηκαν] στον $δωρικό τρόπο [αρμονία]*δώριος|). , λύπη και έκφραση λύπης, θρήνος· λυπηρός οδυρμός (LSJ). Πλούτ. (Περί μουσ. 1136F, 17): "τραγικοί οίκτοι ποτε επί του Δωρίου τρόπου εμελωδήθησαν" (και τραγικοί θρήνοι μπήκαν κάποτε σε μουσική [μελοποιήθηκαν] στον δωρικό τρόπο [αρμονία]).
|
|