όκλασμα είδος ζωηρού χορού περσικής προέλευσης, κατά τον οποίο περιοδικά έκαμπταν τα πόδια σε όκλαση. Τον εκτελούσαν γυναίκες κατά την τελετή των Θεσμοφορίων προς τιμή της Δήμητρας της Θεσμοφόρου. Πολυδ. (IV, 100): "και όκλασμα, ούτω γαρ εν Θεσμοφοριαζούσαις ονομάζεται το όρχημα το περσικόν και σύντονον..." (και το όκλασμα· έτσι ονομάζεται ο πολύ ζωηρός περσικός χορός που χορεύεται από θεσμοφοριάζουσες [γυναίκες που έπαιρναν μέρος στα Θεσμοφόρια]).
, είδος ζωηρού χορού περσικής προέλευσης, κατά τον οποίο περιοδικά έκαμπταν τα πόδια σε όκλαση. Τον εκτελούσαν γυναίκες κατά την τελετή των Θεσμοφορίων προς τιμή της Δήμητρας της Θεσμοφόρου. Πολυδ. (IV, 100): "και όκλασμα, ούτω γαρ εν Θεσμοφοριαζούσαις ονομάζεται το όρχημα το περσικόν και σύντονον..." (και το όκλασμα· έτσι ονομάζεται ο πολύ ζωηρός περσικός χορός που χορεύεται από θεσμοφοριάζουσες [γυναίκες που έπαιρναν μέρος στα Θεσμοφόρια]).
|
|