Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

όλμος

το πάνω μέρος του επιστόμιου, στο οποίο έμπαινε η $γλωσσίδα* και το οποίο τοποθετούνταν ανάμεσα στα χείλη. Με το υφόλμιο σχημάτιζε το επιστόμιο του αυλού. Και τα δύο ($όλμος* και $υφόλμιο*) στερεώνονταν στο πάνω άκρο του αυλού. Φώτ. Λεξ.: "όλμοι και υφόλμια, επί αυλών"· Εύπολις (Φίλοι): "ρέγκειν τους όλμους" (να φυσήξει τους όλμους· Kock CAF Ι, 331, απόσπ. 267). Πρβ. Πολυδ. IV, 70 και λ.$αυλός*.

, το πάνω μέρος του επιστόμιου, στο οποίο έμπαινε η γλωσσίδα και το οποίο τοποθετούνταν ανάμεσα στα χείλη. Με το υφόλμιο σχημάτιζε το επιστόμιο του αυλού. Και τα δύο (όλμος και υφόλμιο) στερεώνονταν στο πάνω άκρο του αυλού. Φώτ. Λεξ.: "όλμοι και υφόλμια, επί αυλών"· Εύπολις (Φίλοι): "ρέγκειν τους όλμους" (να φυσήξει τους όλμους· Kock CAF Ι, 331, απόσπ. 267). Πρβ. Πολυδ. IV, 70 και λ.αυλός.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: