αναφύσησις αυλητικό πρελούντιο (LSJ)· το πρώτο φύσημα (μάθημα)στον $αυλό*αυλός| ή προανάκρουσμα των $αυλητών*αυλητής| (Δημ.). Βλ. Ευστ. Παρεκβ. 1406, 50· Ησ. στο λ. "αναφύσησις"· βλ. επίσης λ. $γρόνθων*. , αυλητικό πρελούντιο (LSJ)· το πρώτο φύσημα (μάθημα)στον αυλό ή προανάκρουσμα των αυλητών (Δημ.). Βλ. Ευστ. Παρεκβ. 1406, 50· Ησ. στο λ. "αναφύσησις"· βλ. επίσης λ. γρόνθων.
|
|