ομοιότροπος του ίδιου ύφους (στιλ)· που έχει τον ίδιο τρόπο. Πλούτ. (Περί μουσ. 1137Β, 18): "μαρτυρεί γούν τα Ολύμπου τε και Τερπάνδρου ποιήματα και των τούτοις ομοιοτρόπων πάντων" (όπως μαρτυρούν οι συνθέσεις του $Όλυμπου*Όλυμπος| και του $Τέρπανδρου*Τέρπανδρος| και όλων που έχουν το ίδιο στιλ). , του ίδιου ύφους (στιλ)· που έχει τον ίδιο τρόπο. Πλούτ. (Περί μουσ. 1137Β, 18): "μαρτυρεί γούν τα Ολύμπου τε και Τερπάνδρου ποιήματα και των τούτοις ομοιοτρόπων πάντων" (όπως μαρτυρούν οι συνθέσεις του Όλυμπου και του Τέρπανδρου και όλων που έχουν το ίδιο στιλ).
|
|