οξύβαφοι κρουστό όργανο, αποτελούμενο από μια σειρά μικρών πήλινων ή οστράκινων αγγείων, τα οποία, όταν χτυπηθούν μ' ένα ξύλινο ραβδί, παράγουν διάφορους ήχους. Η $Σούδα* στο λ. "Διοκλής" γράφει: "...τούτον δε φασιν ευρείν και την εν τοις οξυβάφοις αρμονίαν, εν οστρακίνοις αγγείοις, άπερ έκρουεν εν' ξυλυφίω" ([ο Διοκλής]... λέγεται ότι εφεύρε μιαν αρμονία [σειρά φθόγγων] πάνω στους οξύβαφους, καμωμένους από οστράκινα αγγεία, χτυπώντας τα μ' ένα μικρό ξύλινο ραβδί). Η $Σούδα* κατά λάθος αποδίδει την εφεύρεση αυτή στον κωμικό Διοκλή, αντί στον μουσικό $Διοκλή*Διοκλής|. Ανών. (Bell. 28, 17): "οι οξύβαφοι, δι' ών κρούοντές τινες μελωδούσι" (οι οξύβαφοι, με τους οποίους μερικοί χτυπώντας παράγουν μουσικούς ήχους). , κρουστό όργανο, αποτελούμενο από μια σειρά μικρών πήλινων ή οστράκινων αγγείων, τα οποία, όταν χτυπηθούν μ' ένα ξύλινο ραβδί, παράγουν διάφορους ήχους. Η Σούδα στο λ. "Διοκλής" γράφει: "...τούτον δε φασιν ευρείν και την εν τοις οξυβάφοις αρμονίαν, εν οστρακίνοις αγγείοις, άπερ έκρουεν εν' ξυλυφίω" ([ο Διοκλής]... λέγεται ότι εφεύρε μιαν αρμονία [σειρά φθόγγων] πάνω στους οξύβαφους, καμωμένους από οστράκινα αγγεία, χτυπώντας τα μ' ένα μικρό ξύλινο ραβδί). Η Σούδα κατά λάθος αποδίδει την εφεύρεση αυτή στον κωμικό Διοκλή, αντί στον μουσικό Διοκλή. Ανών. (Bell. 28, 17): "οι οξύβαφοι, δι' ών κρούοντές τινες μελωδούσι" (οι οξύβαφοι, με τους οποίους μερικοί χτυπώντας παράγουν μουσικούς ήχους).
|
|