Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

οξυηχής

εκείνος που έχει διαπεραστικό, οξύ ήχο· ο ψηλά τονισμένος (κουρδισμένος).

, εκείνος που έχει διαπεραστικό, οξύ ήχο· ο ψηλά τονισμένος (κουρδισμένος).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: