όρθιος στη μουσική, ψηλός, οξύς. Ευριπ. (Τρωάδες 1266): "ορθίαν... σάλπιγγος ηχήν" (ψηλό [διαπεραστικό] ήχο της σάλπιγγας).
όρθιος νόμος· ένας $νόμος* σε ψηλό ύψος και εξυψωτικός στο χαρακτήρα και το αίσθημα (πρβ. Αριστοφ. Ιππής 1279). Ο Ηρόδοτος (Α', 24) διηγείται την ιστορία του Αρίωνα, που τραγούδησε αυτόν το νόμο στα δελφίνια.
όρθια μελωδία· ψηλά τονισμένη μελωδία.
όρθιος πους· αποτελούμενος από δύο μακρές και δύο βραχείες συλλαβές: - - U U. Ο Βακχείος (Εισαγ. 101) ονομάζει όρθιο τον πόδα που αποτελείται "από μια άλογη άρση και μια μακρά θέση": U ¦ -.
, στη μουσική, ψηλός, οξύς. Ευριπ. (Τρωάδες 1266): "ορθίαν... σάλπιγγος ηχήν" (ψηλό [διαπεραστικό] ήχο της σάλπιγγας). όρθιος νόμος· ένας νόμος σε ψηλό ύψος και εξυψωτικός στο χαρακτήρα και το αίσθημα (πρβ. Αριστοφ. Ιππής 1279). Ο Ηρόδοτος (Α', 24) διηγείται την ιστορία του Αρίωνα, που τραγούδησε αυτόν το νόμο στα δελφίνια. όρθια μελωδία· ψηλά τονισμένη μελωδία. όρθιος πους· αποτελούμενος από δύο μακρές και δύο βραχείες συλλαβές: - - U U. Ο Βακχείος (Εισαγ. 101) ονομάζει όρθιο τον πόδα που αποτελείται "από μια άλογη άρση και μια μακρά θέση": U ¦ -.
|
|