όρος στην αριστοξένεια ορολογία (Αρμ. ΙΙ, 49, 20) το όριο, το σύνορο ενός διαστήματος· λ.χ. "τους των διαστημάτων όρους" (τα όρια των διαστημάτων)· βλ. επίσης, II, 56, 1 και 18, και ιδιαίτερα III, 59, 15-49).
Στον Ανώνυμο (Bell. 27, 12) ο όρος χρησιμοποιείται με τη σημασία του ορισμού: "όρος μουσικής· μουσική εστιν επιστήμη κτλ." (ορισμός της μουσικής· μουσική είναι επιστήμη κτλ.).
, στην αριστοξένεια ορολογία (Αρμ. ΙΙ, 49, 20) το όριο, το σύνορο ενός διαστήματος· λ.χ. "τους των διαστημάτων όρους" (τα όρια των διαστημάτων)· βλ. επίσης, II, 56, 1 και 18, και ιδιαίτερα III, 59, 15-49). Στον Ανώνυμο (Bell. 27, 12) ο όρος χρησιμοποιείται με τη σημασία του ορισμού: "όρος μουσικής· μουσική εστιν επιστήμη κτλ." (ορισμός της μουσικής· μουσική είναι επιστήμη κτλ.).
|
|