όστρακον πήλινο αγγείο ή κομμάτι από σπασμένο αγγείο· όστρακο ζώου. Συνήθως στον πληθυντικό όστρακα, κρόταλα.
Οι εκφράσεις κροτείν οστράκοις και προς όστρακα άδειν (ή άδεσθαι) σήμαινε το αντίθετο του άδειν προς κιθάραν ή λύραν, δηλ. τραγουδώ ή παίζω άσχημες (κακόηχες) μελωδίες (πρβ. Φρύν. Επιτομή 79). Ο Αριστοφάνης στους Βατράχους (1305), σατιρίζοντας τη μούσα του Ευριπίδη, λέει ότι είναι "οστράκοις κροτούσα" (δηλ. ηχεί [τραγουδά] με συνοδεία οστράκων).
, πήλινο αγγείο ή κομμάτι από σπασμένο αγγείο· όστρακο ζώου. Συνήθως στον πληθυντικό όστρακα, κρόταλα. Οι εκφράσεις κροτείν οστράκοις και προς όστρακα άδειν (ή άδεσθαι) σήμαινε το αντίθετο του άδειν προς κιθάραν ή λύραν, δηλ. τραγουδώ ή παίζω άσχημες (κακόηχες) μελωδίες (πρβ. Φρύν. Επιτομή 79). Ο Αριστοφάνης στους Βατράχους (1305), σατιρίζοντας τη μούσα του Ευριπίδη, λέει ότι είναι "οστράκοις κροτούσα" (δηλ. ηχεί [τραγουδά] με συνοδεία οστράκων).
|
|