παιών και παίων· μετρικός πους αποτελούμενος από μία μακρά και τρεις βραχείες συλλαβές· υπήρχαν τέσσερα είδη παίωνος: 1) ο παιωνικός, - U U U· 2) ο κουρητικός ή σύμβλητος, U - U U· 3) ο διδυμαίος ή δελφικός ή βρόμιος, U U - U, και 4) ο κρητικός ή υπορχηματικός, U U U -.
Ο Αριστείδης (Περί μουσ. Mb 38, R.P.W.-I. 37) διακρίνει στο παιωνικό γένος δύο απλούς πόδες, τον παίωνα διάγυιον, - U -, και τον παίωνα επιβατόν, - - ¦ - - -
παιωνικόν μέτρον· μέτρο από παίωνες.
, και παίων· μετρικός πους αποτελούμενος από μία μακρά και τρεις βραχείες συλλαβές· υπήρχαν τέσσερα είδη παίωνος: 1) ο παιωνικός, - U U U· 2) ο κουρητικός ή σύμβλητος, U - U U· 3) ο διδυμαίος ή δελφικός ή βρόμιος, U U - U, και 4) ο κρητικός ή υπορχηματικός, U U U -. Ο Αριστείδης (Περί μουσ. Mb 38, R.P.W.-I. 37) διακρίνει στο παιωνικό γένος δύο απλούς πόδες, τον παίωνα διάγυιον, - U -, και τον παίωνα επιβατόν, - - ¦ - - -
παιωνικόν μέτρον· μέτρο από παίωνες.
|
|