πάμφωνος αυτός που παράγει όλους τους τόνους· πολύφωνος ή που εκτελεί με πλήρη τόνο, φωνή (LSJ). Πίνδαρος (Πυθιόνικος IB', 32): "παρθένος αυλών τεύχε πάμφωνον μέλος" (η παρθένος [θεά Αθηνά] εφεύρε το πολύφωνο [ή το εκφραστικό] μέλος [μουσική] των αυλών).
, αυτός που παράγει όλους τους τόνους· πολύφωνος ή που εκτελεί με πλήρη τόνο, φωνή (LSJ). Πίνδαρος (Πυθιόνικος IB', 32): "παρθένος αυλών τεύχε πάμφωνον μέλος" (η παρθένος [θεά Αθηνά] εφεύρε το πολύφωνο [ή το εκφραστικό] μέλος [μουσική] των αυλών).
|
|