παρανιέναι το ίδιο όπως το ανιέναι (πρβ. λ. $άνεσις*). Χαλαρώνω τις χορδές (Δημ. LSJ). Πλούτ. (Περί μουσ. 1145D, 39): "και των εστώτων τινας παρανιάσι φθόγγων" (και χαμηλώνουν μερικούς από τους ακίνητους [$εστώτες*] φθόγγους).
, το ίδιο όπως το ανιέναι (πρβ. λ. άνεσις). Χαλαρώνω τις χορδές (Δημ. LSJ). Πλούτ. (Περί μουσ. 1145D, 39): "και των εστώτων τινας παρανιάσι φθόγγων" (και χαμηλώνουν μερικούς από τους ακίνητους [εστώτες] φθόγγους).
|
|