παραπλασμός κερί (βουλοκέρι) που χρησιμοποιούνταν για να κλείνουν (σφραγίζουν), τις τρύπες του $αυλού*αυλός|. Ησ.: "ο εν ταις των αυλών τρύπαις ρύπος" (το βουλοκέρι που βρίσκεται στις τρύπες των αυλών). , κερί (βουλοκέρι) που χρησιμοποιούνταν για να κλείνουν (σφραγίζουν), τις τρύπες του αυλού. Ησ.: "ο εν ταις των αυλών τρύπαις ρύπος" (το βουλοκέρι που βρίσκεται στις τρύπες των αυλών).
|
|