ανήκοος ανίκανος να ακούσει, κουφός· επίσης, εκείνος που δεν έχει ακούσει (ή παρακολουθήσει) μαθήματα ή διαλέξεις. Μεταφορικά, αμαθής (απαίδευτος, χωρίς παιδεία, γενική ή μουσική)· εκείνος που δεν έμαθε ή δε διδάχτηκε. Επίσης, εκείνος που δεν ακούστηκε.
, ανίκανος να ακούσει, κουφός· επίσης, εκείνος που δεν έχει ακούσει (ή παρακολουθήσει) μαθήματα ή διαλέξεις. Μεταφορικά, αμαθής (απαίδευτος, χωρίς παιδεία, γενική ή μουσική)· εκείνος που δεν έμαθε ή δε διδάχτηκε. Επίσης, εκείνος που δεν ακούστηκε.
|
|