παρελκυσμός παράταση της διάρκειας ενός ήχου· από το παρέλκομαι=εισάγομαι ως συνοδεία (Δημ.)· βλ. Φιλόδ. Περί μουσ. Δ', 95, J. Kemke.
, παράταση της διάρκειας ενός ήχου· από το παρέλκομαι=εισάγομαι ως συνοδεία (Δημ.)· βλ. Φιλόδ. Περί μουσ. Δ', 95, J. Kemke.
|
|