πάροδος (α) καθεμιά από τις δύο πλαϊνές εισόδους του αρχαίου θεάτρου, που οδηγούσαν στην ορχήστρα·
(β) η πρώτη είσοδος του χορού μέσα από τις παρόδους. Πολυδ. (IV, 108): "και η μεν είσοδος του χορού πάροδος καλείται".
(γ) συνεκδοχικά, το πρώτο χορικό που τραγουδούσε ο χορός κατά την είσοδό του από την πλαϊνή διάβαση· Αριστοτ. (Ποιητική 1452Β, 12): "χορικού δε πάροδος μεν η πρώτη λέξις όλη" (πάροδος είναι το όλο του πρώτου χορικού τραγουδιού).
Η δεύτερη είσοδος του χορού μετά την έξοδο (μετάσταση) ονομαζόταν επιπάροδος· έτσι ονομαζόταν και το χορικό που τραγουδούσε ο χορός κατά τη δεύτερη είσοδο.
Πρβ. Πολυδ. (IV, 108) και λ. $εξόδιον*.
, (α) καθεμιά από τις δύο πλαϊνές εισόδους του αρχαίου θεάτρου, που οδηγούσαν στην ορχήστρα· (β) η πρώτη είσοδος του χορού μέσα από τις παρόδους. Πολυδ. (IV, 108): "και η μεν είσοδος του χορού πάροδος καλείται". (γ) συνεκδοχικά, το πρώτο χορικό που τραγουδούσε ο χορός κατά την είσοδό του από την πλαϊνή διάβαση· Αριστοτ. (Ποιητική 1452Β, 12): "χορικού δε πάροδος μεν η πρώτη λέξις όλη" (πάροδος είναι το όλο του πρώτου χορικού τραγουδιού). Η δεύτερη είσοδος του χορού μετά την έξοδο (μετάσταση) ονομαζόταν επιπάροδος· έτσι ονομαζόταν και το χορικό που τραγουδούσε ο χορός κατά τη δεύτερη είσοδο.
Πρβ. Πολυδ. (IV, 108) και λ. εξόδιον.
|
|