παχύς στη μουσική, μεταφορικά, βαρύς, τραχύς, ογκώδης (ήχος)· αντίθετο, λεπτός. Πτολεμαίος (Αρμον. Ι, 3): "παχείς ψόφοι" (πυκνοί, ογκώδεις ήχοι)· παχύτης· πυκνότητα ήχου· Πτολεμαίος (ό.π.): "δια την της παχύτητος ή λεπτότητος ποιότητα".
, στη μουσική, μεταφορικά, βαρύς, τραχύς, ογκώδης (ήχος)· αντίθετο, λεπτός. Πτολεμαίος (Αρμον. Ι, 3): "παχείς ψόφοι" (πυκνοί, ογκώδεις ήχοι)· παχύτης· πυκνότητα ήχου· Πτολεμαίος (ό.π.): "δια την της παχύτητος ή λεπτότητος ποιότητα".
|
|