περισπώμενος συλλαβή ή λέξη προφερόμενη με περισπώμενο τόνο. Περισπώμενος φθόγγος στην $προσωδία* [του λόγου].
Βλ. τα λ. $βαρύς*, $οξύς* και $τόνος*.
, συλλαβή ή λέξη προφερόμενη με περισπώμενο τόνο. Περισπώμενος φθόγγος στην προσωδία [του λόγου].
Βλ. τα λ. βαρύς, οξύς και τόνος.
|
|