αγκώνες όρος που χρησιμοποιούνταν για τα μέρη της $κιθάρας*κιθάρα| που υποβάσταζαν τους $πήχεις*πήχυς| (Ησ.: "και της κιθάρας δε τα ανέχοντα τους πήχεις αγκώνες λέγονται"). Πρβ. Αθήν. ΙΔ', 637 D, 42. , όρος που χρησιμοποιούνταν για τα μέρη της κιθάρας που υποβάσταζαν τους πήχεις (Ησ.: "και της κιθάρας δε τα ανέχοντα τους πήχεις αγκώνες λέγονται"). Πρβ. Αθήν. ΙΔ', 637 D, 42.
Βλ. όργανα, κιθάρα
|
|