πνεύμα η πνοή, το φύσημα, με το οποίο ο εκτελεστής του $αυλού*αυλός| ή άλλου πνευστού μπορούσε να παράγει ή να τροποποιεί το ύψος. Ο Αριστόξενος (Αρμον. 42,13 Mb) λέει: "τω πνεύματι επιτείνοντες και ανιέντες" (ανεβάζοντας και κατεβάζοντας το ύψος [κανονίζοντας την πίεση] με το φύσημα). Ο Πολυδεύκης (IV, 69) αναφέρει πως "ένας αυλητής επαινείται για το μάκρος [διάρκεια], την ένταση και τη δύναμη της πνοής του". Το ρ. πνέω σήμαινε στην περίπτωση του εκτελεστή φυσώ [ή παίζω με φύσημα] μέσα στο όργανο και, στην περίπτωση του οργάνου, παράγω ήχο με φύσημα. πνεύσις· αναπνοή, φύσημα.
, η πνοή, το φύσημα, με το οποίο ο εκτελεστής του αυλού ή άλλου πνευστού μπορούσε να παράγει ή να τροποποιεί το ύψος. Ο Αριστόξενος (Αρμον. 42,13 Mb) λέει: "τω πνεύματι επιτείνοντες και ανιέντες" (ανεβάζοντας και κατεβάζοντας το ύψος [κανονίζοντας την πίεση] με το φύσημα). Ο Πολυδεύκης (IV, 69) αναφέρει πως "ένας αυλητής επαινείται για το μάκρος [διάρκεια], την ένταση και τη δύναμη της πνοής του". Το ρ. πνέω σήμαινε στην περίπτωση του εκτελεστή φυσώ [ή παίζω με φύσημα] μέσα στο όργανο και, στην περίπτωση του οργάνου, παράγω ήχο με φύσημα. πνεύσις· αναπνοή, φύσημα.
|
|