πνοή φύσημα πνευστού οργάνου (LSJ) και ήχος που βγαίνει από το όργανο (Δημ.): "αυλού τε σύριγγος πνοή" (φύσημα [ήχος] $αυλού*αυλός| και $σύριγγας*σύριγξ|).
, φύσημα πνευστού οργάνου (LSJ) και ήχος που βγαίνει από το όργανο (Δημ.): "αυλού τε σύριγγος πνοή" (φύσημα [ήχος] αυλού και σύριγγας).
|
|