ποικίλος πολύμορφος, πολύχρωμος, πολύτροπος, ποικιλμένος· ποικίλος ύμνος· ύμνος με ποικίλο ύφος ή γεμάτος ποικιλόμορφη τέχνη (LSJ). ποικιλία· ποικιλία, διακόσμηση (LSJ)· Πλούτ. (Περί μουσ. 1137Β, 18): "πολυχορδία και ποικιλία" (χρήση πολλών χορδών [φθόγγων] και ποικιλία).
, πολύμορφος, πολύχρωμος, πολύτροπος, ποικιλμένος· ποικίλος ύμνος· ύμνος με ποικίλο ύφος ή γεμάτος ποικιλόμορφη τέχνη (LSJ). ποικιλία· ποικιλία, διακόσμηση (LSJ)· Πλούτ. (Περί μουσ. 1137Β, 18): "πολυχορδία και ποικιλία" (χρήση πολλών χορδών [φθόγγων] και ποικιλία).
|
|