πολεμικόν (α) είδος αύλησης πολεμικού χαρακτήρα. Το πολεμικό περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του Αλεξανδρινού λεξικογράφου Τρύφωνα. Βλ. τον πλήρη κατάλογο στο λ. $αύλησις*.
(β) σάλπισμα. Ξενοφ. (Ανάβασις Δ', 3, 29): "επειδάν... ο σαλπικτής σημήνη το πολεμικόν" (όταν... ο σαλπιγκτής παίξει το πολεμικό σάλπισμα).
, (α) είδος αύλησης πολεμικού χαρακτήρα. Το πολεμικό περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του Αλεξανδρινού λεξικογράφου Τρύφωνα. Βλ. τον πλήρη κατάλογο στο λ. αύλησις. (β) σάλπισμα. Ξενοφ. (Ανάβασις Δ', 3, 29): "επειδάν... ο σαλπικτής σημήνη το πολεμικόν" (όταν... ο σαλπιγκτής παίξει το πολεμικό σάλπισμα).
|
|