άνομος αντίθετος προς το $νόμο*νόμος|, εκείνος που δεν ακολουθεί (που παραβαίνει) το νόμο. Επομένως, άμουσος, μη μελωδικός.
ανομία· η παράβαση του νόμου (των κανόνων της μουσικής), η πράξη, η ενέργεια του να μην κρατά κανείς το νόμο. , αντίθετος προς το νόμο, εκείνος που δεν ακολουθεί (που παραβαίνει) το νόμο. Επομένως, άμουσος, μη μελωδικός.
ανομία· η παράβαση του νόμου (των κανόνων της μουσικής), η πράξη, η ενέργεια του να μην κρατά κανείς το νόμο.
|
|