πολύφθογγος 1. (επίθ.) εκείνος που έχει ή παράγει πολλούς φθόγγους· πολύτονος. Πολύφθογγος αυλός· $αυλός* που παράγει πολλούς φθόγγους (Πολυδ. IV, 67)· πολύφθογγα ψαλτήρια· $ψαλτήρια*ψαλτήριον| που παράγουν πολλές νότες (Πλούτ. Περί μουσ. 827Α).
Πρβ. λ. $πολύχορδον*.
2. πολύφθογγον (ουδ. ουσ.)· πολύχορδο όργανο της οικογένειας της άρπας, που παιζόταν με γυμνά δάχτυλα. Μνημονεύεται από τον Αριστείδη (Περί μουσ. 101 Mb, 85 R.P.W.-I.) ως ένα όργανο που, συγκρινόμενο ως προς το ήθος ή το χαρακτήρα με άλλα όργανα, μετέχει πιο πολύ της θηλυκότητας ("το δε πολύφθογγον πλέον μετέχον θηλυκότητος").
, 1. (επίθ.) εκείνος που έχει ή παράγει πολλούς φθόγγους· πολύτονος. Πολύφθογγος αυλός· αυλός που παράγει πολλούς φθόγγους (Πολυδ. IV, 67)· πολύφθογγα ψαλτήρια· ψαλτήρια που παράγουν πολλές νότες (Πλούτ. Περί μουσ. 827Α).
Πρβ. λ. πολύχορδον.
2. πολύφθογγον (ουδ. ουσ.)· πολύχορδο όργανο της οικογένειας της άρπας, που παιζόταν με γυμνά δάχτυλα. Μνημονεύεται από τον Αριστείδη (Περί μουσ. 101 Mb, 85 R.P.W.-I.) ως ένα όργανο που, συγκρινόμενο ως προς το ήθος ή το χαρακτήρα με άλλα όργανα, μετέχει πιο πολύ της θηλυκότητας ("το δε πολύφθογγον πλέον μετέχον θηλυκότητος").
|
|