πολύχορδον όργανον· όργανο που έχει πολλές χορδές. Ο όρος χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του οργάνου που παράγει πολλούς ήχους, όπως $πολύφωνος*· κατ' επέκταση και στον αυλό· πολύχορδος αυλός· αυλός που παράγει πολλούς φθόγγους (βλ. λ. $χορδή*).
Στην κατηγορία των πολύχορδων οργάνων ανήκαν τα όργανα της οικογένειας του $ψαλτηρίου*ψαλτήριον|, συγκεκριμένα η $μάγαδις*, η $πήκτις*, ο $φοίνιξ* ή φοινίκιον, η $σαμβύκη* και άλλα.
Πρβ. Πλάτων Πολιτ. Γ', 399D· επίσης, λ. $έγχορδα*,
, όργανον· όργανο που έχει πολλές χορδές. Ο όρος χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του οργάνου που παράγει πολλούς ήχους, όπως πολύφωνος· κατ' επέκταση και στον αυλό· πολύχορδος αυλός· αυλός που παράγει πολλούς φθόγγους (βλ. λ. χορδή). Στην κατηγορία των πολύχορδων οργάνων ανήκαν τα όργανα της οικογένειας του ψαλτηρίου, συγκεκριμένα η μάγαδις, η πήκτις, ο φοίνιξ ή φοινίκιον, η σαμβύκη και άλλα. Πρβ. Πλάτων Πολιτ. Γ', 399D· επίσης, λ. έγχορδα,
|
|